- χιονοδρομικός
- -ή, -ό, Ν [χιονοδρόμος ή χιονοδρομία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χιονοδρομία ή στον χιονόδρομο («χιονοδρομικό κέντρο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιονοδρομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χιονοδρομία ή στο χιονοδρόμο: Εδώ γίνονται χιονοδρομικοί αγώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζήρια — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 531 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερινέου. II Βουνό (2.376 μ.) της Πελοποννήσου, το ψηλότερο μετά τον Ταΰγετο. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού Κορινθίας.… … Dictionary of Greek